Η λήψη αναλυτικού ιατρικού ιστορικού και η κλινική εξέταση είναι τα πρώτα βήματα για τη διάγνωση της αυχεναλγίας: Ο θεράπων ιατρός θα σας κάνει αρχικά ερωτήσεις σχετικά με πιθανούς τραυματισμούς, αθλητικές δραστηριότητες, τύπο εργασίας και ψυχολογική κατάσταση, παράγοντες που συνδέονται συχνά με την αυχεναλγία. Στη συνέχεια, θα πραγματοποιήσει κλινική εξέταση, ψηλαφώντας την περιοχή του αυχένα για να αποκλείσει άλλες σοβαρές αιτίες πόνου, θα ελέγξει πόσο εύκολα μετακινείτε το κεφάλι σας, τα αντανακλαστικά στην περιοχή και τη μυϊκή δύναμη στα χέρια σας.
Οι απλές ακτινογραφίες, οι μαγνητικές (MRI) ή αξονικές (CT) τομογραφίες χρησιμοποιούνται ως διαγνωστικά μέσα μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις κάποιας σοβαρής πάθησης ή αν ο ιατρός σας πιστεύει ότι η αυχεναλγία είναι συγκεκριμένης αιτιολογίας. Στην περίπτωση της αυχεναλγίας, οι απεικονιστικές εξετάσεις από μόνες τους δεν αποτελούν αξιόπιστο εργαλείο στα χέρια του ειδικού, καθώς πολλοί άνθρωποι έχουν ορατές φθορές στην ΑΜΣΣ οι οποίες όμως τελικά δε δίνουν συμπτώματα.
Επίσης, αν υπάρχει υποψία παγιδευμένου νεύρου, ο ιατρός σας μπορεί να συστήσει τη διενέργεια ηλεκτρομυογραφήματος (EMG) άνω άκρων, ενώ στην περίπτωση υποψίας φλεγμονής στην περιοχή δίνονται συμπληρωματικά αιματολογικές εξετάσεις.
Για την αντιμετώπιση της οξείας αυχεναλγίας συνταγογραφούνται παυσίπονα, μυοχαλαρωτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα και προτείνεται η βραχυπρόθεσμη ακινητοποίηση με μαλακό κολάρο για την υποστήριξη του αυχένα και την ανακούφιση από τον πόνο. Όταν ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί είναι σημαντικό να πραγματοποιούνται σταδιακά μέτριας έντασης ασκήσεις υπό την καθοδήγηση του φυσικοθεραπευτή.
Η χειρομάλαξη, οι υπέρηχοι, το TENS και άλλες μέθοδοι μπορούν να συμβάλουν στην ανακούφιση από τον πόνο. Συστήνονται ακόμα, κατά περίπτωση, ασκήσεις έλξης του αυχένα για αποσυμπίεση των αρθρώσεων. Εναλλακτική λύση μπορεί να αποτελέσει η περίπτωση του βελονισμού όταν οι άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει ή όταν υπάρχουν ανεπιθύμητες αντιδράσεις από την εφαρμογή τους. Οι παρενέργειες από την εφαρμογή του βελονισμού είναι σχεδόν ανύπαρκτες αρκεί να εφαρμόζεται από εξειδικευμένους θεραπευτές. Επίσης το biofeedback είναι η μέθοδος που μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά. Το biofeedback είναι μία μη επεμβατική μέθοδος που μπορεί να συμβάλλει στην ανακούφιση του χρόνιου πόνου. Κατά τη διάρκεια του biofeedback, ο ασθενής είναι συνδεδεμένος με ηλεκτρικούς αισθητήρες που τον βοηθούν να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το σώμα του. Με αυτό τον τρόπο και με την καθοδήγηση του φυσιοθεραπευτή μαθαίνει να ελέγχει ορισμένες από τις σωματικές του λειτουργίες, π.χ. πώς να χαλαρώνει ορισμένους μύες, για να επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή η μείωση του πόνου. Στην ουσία, το biofeedback δίνει τη δυνατότητα να καταλαβαίνουμε και να ελέγχουμε το σώμα σας καλύτερα, για τη βελτίωση της υγείας μας.
Για τον πόνο που επιμένει, ο ιατρός σας μπορεί να χορηγήσει ενέσιμα φάρμακα κορτικοστεροειδών κοντά στις ρίζες των νεύρων της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης ή τοπικά αναισθητικά όπως η λιδοκαΐνη. Σε κάποιες περιπτώσεις, και ανάλογα με την αιτία του αυχενικού πόνου, απαιτείται χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση της κατάστασης.